δυσμετάβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμετάβλητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμετάβλητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμετάβλητος:''' с трудом изменяющийся, несклонный меняться ([[δυσκίνητος]] καὶ δ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμετάβλητος Medium diacritics: δυσμετάβλητος Low diacritics: δυσμετάβλητος Capitals: ΔΥΣΜΕΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysmetáblētos Transliteration B: dysmetablētos Transliteration C: dysmetavlitos Beta Code: dusmeta/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to alter, Hp.Alim.51, Plu.2.952c.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu verändern, Hippocr.; Plut. de prim. frig. 16; schwer zu verdauen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμετάβλητος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, Ἱππ. 384. 14, Πλούτ. 2. 952Β· οὕτω δυσμετάβολος, ον, Δαμοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 1003 Kühn. ― Ἐπίρρ. -λως, αὐτόθι 1004· δυσμεταβλησία, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 140. 142).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μεταβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. que se adapta a los cambios con dificultad de los viejos, Plu.2.625a.
2 de cosas que es difícil de alterar o transformar de los músculos ejercitados, Hp.Alim.51, ἡ γὰρ ἀτενὴς καὶ σκληρὰ δ. de la tierra, Plu.2.640e, λίθοι Plu.2.701c, cf. 952c, 1025c, νόσος ψυχῆς δ. τῷ νόμῳ Max.Tyr.7.3
de alimentos que cuesta digerir, que se digiere con lentitud Alex.Trall.2.253.1, 6, 281.17.
II adv. -ως con dificultad para ser modificado ἀκριβῶς ... καὶ δ. Olymp.in Cat.120.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσμετάβλητος, -ον)
αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσμετάβλητος: с трудом изменяющийся, несклонный меняться (δυσκίνητος καὶ δ. Plut.).