ἐθελοντί: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐθελοντί:''' επίρρ., = [[ἐθελοντηδόν]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐθελοντί:''' επίρρ., = [[ἐθελοντηδόν]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐθελοντί:''' Thuc., Diod. = [[ἐθελοντηδόν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A = ἐθελοντηδόν, Th.8.2, Plb.2.22.5, D.S.18.53, etc.
German (Pape)
[Seite 718] = ἐθελοντήν, Thuc. 8, 2 D. Sic. 18, 53 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντί: ἐπίρρ., = ἐθελοντηδόν, ἐθελοντεί, Θουκ. 8. 2, Διόδ. 18. 53.
French (Bailly abrégé)
adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθέλω.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente, espontáneamente ἐ. ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.8.2, cf. Plb.2.22.5, D.S.18.53, D.C.17.7, 37.20.5, ἐ. κατώλισθον εἰς ἀπόστασιν Cyr.Al.M.71.669D.
Greek Monolingual
(AM ἐθελοντί)
επίρρ. θεληματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα του -ι].
Greek Monotonic
ἐθελοντί: επίρρ., = ἐθελοντηδόν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντί: Thuc., Diod. = ἐθελοντηδόν.