δύσνοστος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσνοστος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> δύσκολη, θλιβερή [[επιστροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός (ο [[τόπος]] απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει [[κανείς]].
|mltxt=[[δύσνοστος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> δύσκολη, θλιβερή [[επιστροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός (ο [[τόπος]] απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει [[κανείς]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσνοστος:''' (о возвращении) несчастливый, роковой ([[νόστος]] Eur. - v. l. [[δύστηνος]]).
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνοστος Medium diacritics: δύσνοστος Low diacritics: δύσνοστος Capitals: ΔΥΣΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsnostos Transliteration B: dysnostos Transliteration C: dysnostos Beta Code: du/snostos

English (LSJ)

νόστος a return

   A that is no return, E. Tr.75.    II from which no traveller returns, ῥόος App.Anth.4.54.

German (Pape)

[Seite 684] νόστος, unglückliche Heimkehr, Eur. Tr. 75.

Greek (Liddell-Scott)

δύσνοστος: νόστος, ἐπάνοδος δυστυχής, Εὐρ. Τρῳ. 75.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’est pas un vrai retour : δύσνοστος νόστος EUR retour qui n’en est pas un, retour difficile ou funeste.
Étymologie: δυσ-, νόστος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no es regreso, e.e. desgraciado νόστος E.Tr.75.
2 que no tiene regreso ῥόος δ. río sin retorno, GDRK 53.5.

Greek Monolingual

δύσνοστος, ο (Α)
1. δύσκολη, θλιβερή επιστροφή
2. αυτός (ο τόπος απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει κανείς.

Russian (Dvoretsky)

δύσνοστος: (о возвращении) несчастливый, роковой (νόστος Eur. - v. l. δύστηνος).