εἰλαπιναστής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰλᾰπῐναστής:''' -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, [[ευχάριστος]] [[ομοτράπεζος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''εἰλᾰπῐναστής:''' -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, [[ευχάριστος]] [[ομοτράπεζος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰλᾰπῐναστής:''' οῦ ὁ участник пиршества, пирующий, сотрапезник Hom.
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλᾰπῐναστής Medium diacritics: εἰλαπιναστής Low diacritics: ειλαπιναστής Capitals: ΕΙΛΑΠΙΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: eilapinastḗs Transliteration B: eilapinastēs Transliteration C: eilapinastis Beta Code: ei)lapinasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A feaster, guest, boon-companion, Il.17.577, Orph.Fr.207.    II name of Zeus at Cyprus, Hegesand.30.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετέχων εἰλαπίνης, σύνδειπνος, «ὁμοτράπεζος, συνευωχητὴς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 577· - ἐπώνυμον τοῦ Διὸς ἐν Κύπρῳ, Ἀθήν. 174Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
convive d’un festin εἰλαπίνη.
Étymologie: εἰλαπίνη.

English (Autenrieth)

banqueter, guest, Il. 17.577†.

Spanish (DGE)

(εἰλᾰπῐναστής) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): dór. -άς Call.Cer.87
participante en un festín, comensal ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰ. Il.17.577, cf. Call.l.c., Phld.Piet.815, Ath.362e, epít. de Dioniso, Orph.Fr.207, epít. de Zeus entre los chipriotas, Hegesand.30, cf. SEG 20.307 (Chipre IV/III a.C.).

Greek Monolingual

εἰλαπιναστής, ο (Α)
1. αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
2. επίκληση του Διός στην Κύπρο.

Greek Monotonic

εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, ευχάριστος ομοτράπεζος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰλᾰπῐναστής: οῦ ὁ участник пиршества, пирующий, сотрапезник Hom.