εἰκαθεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰκᾰθεῖν:''' απαρ. του <i>εἴκαθον</i>, ποιητ. αόρ. βʹ του [[εἴκω]], [[παραχωρώ]], σε Σοφ.
|lsmtext='''εἰκᾰθεῖν:''' απαρ. του <i>εἴκαθον</i>, ποιητ. αόρ. βʹ του [[εἴκω]], [[παραχωρώ]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκᾰθεῖν:''' или εἰκάθειν Soph. inf. aor. 2 к [[εἴκω]] II.
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαθεῖν Medium diacritics: εἰκαθεῖν Low diacritics: εικαθείν Capitals: ΕΙΚΑΘΕΙΝ
Transliteration A: eikatheîn Transliteration B: eikathein Transliteration C: eikathein Beta Code: ei)kaqei=n

English (LSJ)

inf. of aor. εἴκαθον, from εἴκω

   A yield; subj. εἰκάθω S.OT651 (lyr.), Ph.1352; inf. εἰκαθεῖν Id.El.396, Ant.1096; part. εἰκαθών Id.Tr.1177. Cf. παρ-, ὑπ-εικαθεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαθεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἐπεκταθένος ἀορ. εἴκαθον, ἐκ τοῦ ῥήμ. εἴκω, ὑποχωρῶ, ὑπείχω, (διότι δὲν ὑπάρχει ἐνεστὼς εἰκάθω, πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 186, Ellendt Λεξ. Σοφ.· ἴδε τὰς λέξεις ἀμυναθεῖν, διωκαθεῖν, κτλ.)· ὑποτακτ. εἰκάθω Σοφ. Ο. Τ. 650, Φ. 1352· ἀπαρ. εἰκαθεῖν ὁ αὐτ. Ἠλ. 396, Ἀντ. 1096· μετοχ. εἰκαθὼν ὁ αὐτ. Τρ. 1177. - Πρβλ. παρ-, ὑπεικαθεῖν, καὶ ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Τ. 650.

Spanish (DGE)

(εἰκᾰθεῖν)
• Morfología: [sólo aor. rad.-tem.; tard. poét. pres. 3a plu. εἰκαθέουσι Gr.Naz.M.37.1502]
ceder, someterse ἀλλ' εἰκάθω δῆτ'; S.Ph.1352, τό τ' εἰκαθεῖν γὰρ δεινόν S.Ant.1096, cf. A.R.2.790, c. dat. τοῖς κρατοῦσι δ' εἰκαθεῖν ceder ante los poderosos S.El.396, τί σοι θέλεις δῆτ' εἰκάθω; S.OT 651, οὔτε κεν ... πυρὶ εἰκάθοι ni siquiera ante el fuego cedería A.R.3.849, cf. Nonn.D.1.219, Gr.Naz.l.c., c. ac. int. τάδ' εἰκαθεῖν ceder en eso S.OC 1178, c. dat. y gen. βίῃ καὶ χερσὶν ὁ μὲν Κρόνῳ εἴκαθε τιμῆς, ἡ δὲ Ῥέῃ bajo la fuerza de sus brazos, el uno cedió en su autoridad ante Crono y la otra ante Rea A.R.1.505.

Greek Monotonic

εἰκᾰθεῖν: απαρ. του εἴκαθον, ποιητ. αόρ. βʹ του εἴκω, παραχωρώ, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰκᾰθεῖν: или εἰκάθειν Soph. inf. aor. 2 к εἴκω II.