εἱρκτή: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἱρκτή:''' Ιων. [[ἑρκτή]], ἡ ([[εἵργω]]), εσώκλειστο [[μέρος]], [[φυλακή]], σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό [[μέρος]] ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.
|lsmtext='''εἱρκτή:''' Ιων. [[ἑρκτή]], ἡ ([[εἵργω]]), εσώκλειστο [[μέρος]], [[φυλακή]], σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό [[μέρος]] ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εἱρκτή:''' ион. [[ἑρκτή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> темница, тюрьма Her., Thuc., Xen., Plut., pl. Eur.;<br /><b class="num">2)</b> внутренняя часть дома, женская половина Xen.
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱρκτή Medium diacritics: εἱρκτή Low diacritics: ειρκτή Capitals: ΕΙΡΚΤΗ
Transliteration A: heirktḗ Transliteration B: heirktē Transliteration C: eirkti Beta Code: ei(rkth/

English (LSJ)

or εἰρκ-, Ion. ἐρκτή, ἡ, (εἵργω)

   A an inclosure, prison, Hdt.4.146,148, Th.1.131, PTeb.5.260 (ii B. C.), etc.; of the body as prison of the soul, J.BJ2.8.11 (pl.): pl., E.Ba.497, X.Cyr.3.1.19.    II inner part of the house, women's apartments, Id.Mem.2.1.5.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ, nach B. A. p. 678, 23 attisch, εἰρκτή gewöhnliche Form bei Poll. 4, 125, das Gefängniß; Eur. Bacch. 497. 500 im plur.; ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐςπίπτειν Thuc. 1, 131; Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. A. Vgl. N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

εἱρκτή: Ἰων. ἑρκτή, ἡ, (εἵργω) μέρος περικεκλεισμένον, δεσμωτήριον, φυλακή, Ἡρόδ. 4. 146. 148, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, κτλ.· ― κατὰ πληθ., Εὐρ. Βάκχ. 497· ― ὡσαύτως, τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς οἰκίας, τὸ διὰ τὰς γυναῖκας προωρισμένον, γυναικωνῖτις, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 prison;
2 partie retirée et secrète d’une maison.
Étymologie: εἵργω.

Greek Monolingual

η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή)
φυλακή, δεσμωτήριο
νεοελλ.
πρόσκαιρη κάθειρξη
αρχ.
γυναικωνίτης.

Greek Monotonic

εἱρκτή: Ιων. ἑρκτή, ἡ (εἵργω), εσώκλειστο μέρος, φυλακή, σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό μέρος ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εἱρκτή: ион. ἑρκτή
1) темница, тюрьма Her., Thuc., Xen., Plut., pl. Eur.;
2) внутренняя часть дома, женская половина Xen.