ἑκάεργος: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(10) |
(2) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑκάεργος]], ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> <i>ὁ [[Ἑκάεργος]]<br />(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει [[μακριά]] το [[τόξο]]<br /><b>3.</b> <i>ἡ Ἑκαέργη</i> (ως επίθ. της Αρτέμιδος). | |mltxt=[[ἑκάεργος]], ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> <i>ὁ [[Ἑκάεργος]]<br />(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει [[μακριά]] το [[τόξο]]<br /><b>3.</b> <i>ἡ Ἑκαέργη</i> (ως επίθ. της Αρτέμιδος). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑκάεργος:''' действующий на далекое расстояние, т. е. далекоразящий, по друг. далеко отражающий (бедствия) (эпитет Аполлона) Hom., Pind., Arph., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 751] ὁ, der Fernwirkende, fern hin Treffende, Apollon bei Hom., Pind. P. 9, 29. Bei Sp. heißt auch Ἑκαέργη die Artemis, s. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui repousse au loin (avec ses flèches), ép. d’Apollon ; ὁ Ἑκάεργος le dieu qui repousse au loin.
Étymologie: p. *ϜεκάϜεργος, de ἑκάς, εἴργω.
English (Autenrieth)
(ϝεκάς, ϝέργον): far- working, far-worker, epith. of Apollo, the ‘far-darter.’ Some moderns are disposed to set aside the traditional interpretation in favor of new ones, in regard to which, however, they do not agree among themselves.
English (Slater)
ἑκᾰεργος
1 who works from afar epith. of Apollo. εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων (P. 9.28) Ἑκαέρ[γ Πα. 7B. 35.
Greek Monolingual
ἑκάεργος, ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)
1. αυτός που ενεργεί από μακριά
2. ὁ Ἑκάεργος
(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει μακριά το τόξο
3. ἡ Ἑκαέργη (ως επίθ. της Αρτέμιδος).
Russian (Dvoretsky)
ἑκάεργος: действующий на далекое расстояние, т. е. далекоразящий, по друг. далеко отражающий (бедствия) (эпитет Аполлона) Hom., Pind., Arph., Plut.