εἰσοιχνέω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσοιχνέω:''' Αιολ. γʹ πληθ. <i>-οιχνεῦσι</i>, [[μπαίνω]] μέσα, [[εισέρχομαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εἰσοιχνέω:''' Αιολ. γʹ πληθ. <i>-οιχνεῦσι</i>, [[μπαίνω]] μέσα, [[εισέρχομαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσοιχνέω:''' входить, вступать (χορόν Hom.; τὴν Διὸς αὐλήν Aesch.).
}}
}}

Revision as of 19:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσοιχνέω Medium diacritics: εἰσοιχνέω Low diacritics: εισοιχνέω Capitals: ΕΙΣΟΙΧΝΕΩ
Transliteration A: eisoichnéō Transliteration B: eisoichneō Transliteration C: eisoichneo Beta Code: ei)soixne/w

English (LSJ)

poet. Verb,

   A go into, enter, c. acc., χορὸν εἰσοιχνεῦσαν Od.6.157 ; οὐδέ μιν (sc. πάτον) εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται 9.120 ; ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν A.Pr.122 (anap.).

German (Pape)

[Seite 744] hineingehen; τὴν Διὸς αὐλήν Aesch. Prom. 122; Od. 6, 157. 9, 120.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσοιχνέω: Ἐπ. ῥῆμα, εἰσέρχομαι εἰς, μετ’ αἰτιατ., χορὸν εἰσοιχνεῦσαν Ὀδ. Ζ. 157· οὐδέ μιν (ἐνν. πάτον) εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται Ι. 120· ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλῳ (Πρ. 122) ἐν τῷ αὐτῷ Ἐπ. τύπῳ, ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. 3ᵉ pl. épq. εἰσοιχνεῦσιν et part. prés. acc. fém. sg. εἰσοιχνεῦσαν;
entrer dans, acc. .
Étymologie: εἰς, οἰχνέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- IG 10(2).1.368.9 (Tesalónica II d.C.)
dar un paso para entrar, entrar en c. ac. λευσσόντων τοιόνδε θάλος χορὸν εἰσοιχνεῦσαν cuando ven a tal retoño dando el paso para entrar en el coro, Od.6.157, οὐδέ μιν (νῆσον) εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται ni entran en ella (en la isla) cazadores, Od.9.120, ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν A.Pr.122, τὸν πάντεσσι βροτοῖς μόνον οἶκον IG l.c.

Greek Monotonic

εἰσοιχνέω: Αιολ. γʹ πληθ. -οιχνεῦσι, μπαίνω μέσα, εισέρχομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσοιχνέω: входить, вступать (χορόν Hom.; τὴν Διὸς αὐλήν Aesch.).