ἐλάτης: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐλάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό [[άλογο]] του ζεύγους ελάσεως<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[πουλί]]) [[φτερούγα]]<br /><b>2.</b> [[κλαδί]] δέντρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελατήρ]]<br /><b>2.</b> ως [[επίθετο]] του Ποσειδώνος στην Αθήνα. | |mltxt=ο (AM [[ἐλάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό [[άλογο]] του ζεύγους ελάσεως<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[πουλί]]) [[φτερούγα]]<br /><b>2.</b> [[κλαδί]] δέντρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελατήρ]]<br /><b>2.</b> ως [[επίθετο]] του Ποσειδώνος στην Αθήνα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλάτης:''' ου ὁ Eur. = [[ἐλατήρ]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,=
A ἐλατήρ, ποίμνας E.Fr.773.28 (lyr.), Ostr.Strassb. 649.2 (iii A.D.), Glauc. ap. POxy.1802.37. II epith. of Poseidon at Athens, Hsch.
German (Pape)
[Seite 790] ὁ, = ἐλατήρ, Eur. frg. Phaeth. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάτης: ᾰ, ου, ὁ, = ἐλατήρ, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 26.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
1 conductor, guía de ganado ποιμνᾶν ἐλάται E.Fr.773.28, cf. ISultan 576b.4 (imper.), συγκαταθεμένων δὲ τῶν ἐλατῶν ἔλυσε τὸν σύλλογον Glauc.Pont.1, cf. OStras.649.2 (III d.C.), cf. ἐ. ἡνίοχος Hsch., lat. auriga, Gloss.2.26
•como epít. de Posidón en Atenas, Hsch.
2 el que aleja o expulsa c. gen. δαιμόνων GMA 41.17 (IV/V d.C.).
Greek Monolingual
ο (AM ἐλάτης)
νεοελλ.
στρατιώτης του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο του ζεύγους ελάσεως
μσν.
1. (για πουλί) φτερούγα
2. κλαδί δέντρου
αρχ.
1. ελατήρ
2. ως επίθετο του Ποσειδώνος στην Αθήνα.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάτης: ου ὁ Eur. = ἐλατήρ I.