ἔλαιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔλαιος:''' ὁ ([[ἐλαία]]), άγρια [[ελιά]], [[αγριελιά]], [[κότινος]], Λατ. [[oleaster]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἔλαιος:''' ὁ ([[ἐλαία]]), άγρια [[ελιά]], [[αγριελιά]], [[κότινος]], Λατ. [[oleaster]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔλαιος:''' ὁ (тж. ἔ. [[ἄγριος]] Pind.) маслина, преимущ. дикая Pind., Soph.
}}
}}

Revision as of 19:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλαιος Medium diacritics: ἔλαιος Low diacritics: έλαιος Capitals: ΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: élaios Transliteration B: elaios Transliteration C: elaios Beta Code: e)/laios

English (LSJ)

ὁ,= κότινος,

   A wild olive, ἄγριος ἔ. Pi.Fr.46, S.Tr.1197, Paus. 2.32.10.    II a bird, prob. a kind of warbler, Alex.Mynd. ap. Ath. 2.65b, cj. in AP7.199 (Tymnes); cf. ἐλέα.

German (Pape)

[Seite 789] ὁ, wilder Oelbaum, ἄγριος Pind. frg. 21; Soph. T. 197 u. Sp. – Bei Ath. II, 65 b ist ἐλαιός ein Vogel.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλαιος: ὁ, = κότινος, ἡ ἀγρία ἐλαία, «ἀγριοελῃά», Λατ. oleaster, ἄγριος ἔλ. Πινδ. Ἀποσπ. 21, Σοφ. Τρ. 1197· ἴδε τὴν λ. ἄρρην, καὶ πρβλ. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12. ΙΙ. ἐλαιός (ὀξύτ.), ὁ, εἶδος αἰγιθάλλου, μελισσοφάγου, Ἀλέξ. Μύνδιος παρ’ Ἀθην. 65Β (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἔλαιον, πιθανῶς ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἐλεᾶς). 2) Ροδία λέξ. ἀντὶ φαρμακεύς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
olivier sauvage, plante.
Étymologie: ἐλαία.
Syn. ἀγριέλαιος, κότινος, πυρκαϊά, φυλία.

English (Slater)

ἔλαιος
   1 wild olive ἄγριος ἔλαιος (ἣν οἱ πολλοὶ ἀγριέλαιον καλοῦσιν Bachmann, Anecd. 25. 15) fr. 46.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 bot. olivo, Olea europaea L. ἄγριος ἔ. acebuche, Olea europaea L. var. silvestris Brot., Pi.Fr.46, S.Tr.1197
post. ἔλαιος acebuche, olivo silvestre Paus.2.28.7, 32.10.
2 orn. zarcero, Hippolais olivetorum (Strickland) o H. pallida elaeica (Lindermayer), Alex.Mynd.p.548W.

Greek Monolingual

ἔλαιος, ο (AM)
άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος
αρχ.
1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» — ροδιακή λέξη.

Greek Monotonic

ἔλαιος: ὁ (ἐλαία), άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος, Λατ. oleaster, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔλαιος: ὁ (тж. ἔ. ἄγριος Pind.) маслина, преимущ. дикая Pind., Soph.