ἐνθεάζω: Difference between revisions
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνθεάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, εμπνέομαι από το [[πνεύμα]] του θεού, θεοφορούμαι, [[γεμίζω]] από θεϊκό [[πνεύμα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐνθεάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, εμπνέομαι από το [[πνεύμα]] του θεού, θεοφορούμαι, [[γεμίζω]] από θεϊκό [[πνεύμα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνθεάζω:''' преисполняться божественным духом, быть вдохновенным Her., Luc., med. Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be inspired, Hdt.1.63, Luc.DDeor.18.1:—Med., Id.Alex.13, Plu.2.623c, etc.
German (Pape)
[Seite 841] mit göttlicher Begeisterung erfüllen, od. intrans., eines Gottes voll, begeistert sein; Her. 1, 63; Apolld. 2, 8, 3; Luc. Alex. 13 οἱ τῇ μητρὶ ἀγείροντες καὶ ἐνθεάζοντες, von den Priestern der Kybele; μεθύων καὶ ἐνθ. D. D. 18, 1; – pass., οἱ ἐνθεαζόμενοι Plut. Symp. 1, 5, 2. Vgl. ἐνθουσιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθεάζω: καθίσταμαι ἔνθεος, θεοφοροῦμαι, Ἡρόδ. 1. 63, Λουκ. Ἀλέξ. 13: ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλούτ. 2. 623C, κτλ.: πρβλ. ἐνθουσιάζω.
French (Bailly abrégé)
1 animer d’un transport divin ; Pass. être inspiré;
2 intr. être inspiré.
Étymologie: ἔνθεος.
Spanish (DGE)
1 estar poseído, inspirado por la divinidad, en trance dicho de un adivino ἐνθεάζων χρᾷ τάδε Hdt.1.63, cf. Apollod.2.8.3, de los adeptos de la Gran Madre, Luc.Alex.13, D.S.3.57, del poeta τὸν ἐκ Μουσῶν κάτοχον ἐνθεάζειν Procl.in R.1.58, cf. 89
•del entorno báquico ser presa del frenesí o furor báquico del propio Baco, Luc.DDeor.22.1
•en v. med. mismo sent. τὸ χρησμῳδεῖν ἐμμέτρως παρέχεται τοῖς ἐνθεαζομένοις sucede a los poseídos por la divinidad vaticinar en verso Plu.2.623c, αὐτὴν (Σεμέλην) παρεισήγαγεν ... ἐνθεαζομένην Sch.A.R.1.636a.
2 provocar estado de entusiasmo o inspiración ref. al verso ἐνθεά[ζειν δ' ὑπέτ] εινε τρ[ί] με[τρον ἢ ἑξάμ] ετρον Phld.Po.1.166.6, cf. Eust.745.21.
Greek Monolingual
ἐνθεάζω (AM) ένθεος
είμαι ένθεος, γίνομαι ένθεος, θεόληπτος, γεμίζω από θεία έμπνευση, κατέχομαι από θείο πνεύμα («μάντις χρησμοὺς λέγων καὶ ἐνθεάζων», Απολλόδ.).
Greek Monotonic
ἐνθεάζω: μέλ. -σω, εμπνέομαι από το πνεύμα του θεού, θεοφορούμαι, γεμίζω από θεϊκό πνεύμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθεάζω: преисполняться божественным духом, быть вдохновенным Her., Luc., med. Plut.