Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνήρης: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(4)
(2)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνήρης:''' -ες (*ἄρω), αυτός που έχει [[κουπιά]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐνήρης:''' -ες (*ἄρω), αυτός που έχει [[κουπιά]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνήρης:''' снабженный веслами или гребцами, оснащенный ([[ναῦς]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 841] ες, mit Rudern versehen, ναῦς Plut. Brut. 28 Anton. 63 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνήρης: -ες, ἔχων κώπας, μὴ ναῦν ἐνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μὴ πόλιν ἔχοντες Πλουτ. Βροῦτ. 28, Σύλλ. 24, κτλ.: πρβλ. διήρης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
garni de rameurs ; en gén. gréé, équipé.
Étymologie: ἐν, ἄρω.

Spanish (DGE)

-ες
equipado con remeros ναῦς Plu.Sull.24, cf. Brut.28 (cód.), Ant.63.

Greek Monolingual

ἐνήρης, -ες (Α)
(για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυ-ήρης, τρι-ήρης κ.ά.].

Greek Monotonic

ἐνήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που έχει κουπιά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνήρης: снабженный веслами или гребцами, оснащенный (ναῦς Plut.).