ἐνήρης
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
German (Pape)
[Seite 841] ες, mit Rudern versehen, ναῦς Plut. Brut. 28 Anton. 63 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
garni de rameurs ; en gén. gréé, équipé.
Étymologie: ἐν, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνήρης: снабженный веслами или гребцами, оснащенный (ναῦς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήρης: -ες, ἔχων κώπας, μὴ ναῦν ἐνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μὴ πόλιν ἔχοντες Πλουτ. Βροῦτ. 28, Σύλλ. 24, κτλ.: πρβλ. διήρης.
Spanish (DGE)
-ες
equipado con remeros ναῦς Plu.Sull.24, cf. Brut.28 (cód.), Ant.63.
Greek Monolingual
ἐνήρης, -ες (Α)
(για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τριήρης κ.ά.].
Greek Monotonic
ἐνήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που έχει κουπιά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐν-ήρης, ες [*ἄρω]
with oars, Plut.