ἐλάτινος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλάτινος:''' [ᾰ], Επικ. [[εἰλάτινος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[ἐλάτη]]), αυτός που είναι από [[ξύλο]] έλατου, Λατ. [[abiegnus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· φτιαγμένος από [[έλατο]] ή πευκόξυλο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐλάτινος:''' [ᾰ], Επικ. [[εἰλάτινος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[ἐλάτη]]), αυτός που είναι από [[ξύλο]] έλατου, Λατ. [[abiegnus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· φτιαγμένος από [[έλατο]] ή πευκόξυλο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάτῐνος:''' эп. [[εἰλάτινος]] 2 (ᾰ) еловый (ὄζοι Hom., Eur.; [[ἱστός]] Hom.; πλάται Eur.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάτινος Medium diacritics: ἐλάτινος Low diacritics: ελάτινος Capitals: ΕΛΑΤΙΝΟΣ
Transliteration A: elátinos Transliteration B: elatinos Transliteration C: elatinos Beta Code: e)la/tinos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, also ος, ον Anaxil.22.17: Ep. εἰλάτινος, η, ον, as also E.Hel.1461 (lyr.), Hec.632 (lyr.):—

   A of the fir, ὄζοι εἰ. Il.14.289, cf. E.Ba.1070; ὕλα εἰ. Id.Hec.632; [ῥητίνη] Thphr.HP9.2.2; ξύλα SIG135.11 (Olynthus, iv B.C.).    2 made of fir or pine-wood, ἱστὸς εἰ. Od.2.424; πλάται E.Hel.1461, cf. Anaxil.l.c.    II of the date inflorescence, ἔλαιον Dsc.1.44.

German (Pape)

[Seite 790] auch 2 Endgn, πλάτη Anaxil. bei Ath. XIII, 558 c, poet. εἰλάτινος, von der Tanne, ὄζοι, φύλλα, Eur. Bacch. 1070 Cycl. 386. – Vom jungen Palmentriebe, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάτινος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 17˙ Ἐπ. εἰλάτινος, -η, -ον, ὡς καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἑλ. 1461, Ἑκ. 632 (ἐν λυρικοῖς χωρίοις)˙ τῆς ἐλάτης ἢ ἐξ ἐλάτης, Λατ. abiegnus, ὄζοι εἰλ. Ἰλ. Ξ. 289, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1070˙ ὕλη εἰλ. ὁ αὐτ. Ἑκ. 632. - ἐκ ξύλου ἐλάτης, ἱστὸν δ’ εἰλάτινον Ὀδ. Β. 424˙ πλάται Εὐρ. Ἑλ. 1461, πρβλ. Ἀναξίλαν ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐκ τοῦ περικαλύμματος τοῦ καρποῦ τῶν φοινίκων ἔτι ἀνθούντων, σκευασία Διοσκ. 1. 54˙ πρβλ. ἐλάτη ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de sapin;
2 fait en bois de sapin.
Étymologie: ἐλάτη.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Alolema(s): εἰλ- Il.14.289, Od.2.424, E.Hel.1461

• Prosodia: [ᾰ]

• Morfología: [-ος, -ον Anaxil.22.17]
I 1de abeto ὄζοι Il.l.c., E.Ba.1070, ὕλα E.Hec.632, ξύλα SIG 135.11 (Olinto IV a.C.), ῥητίνη Thphr.HP 9.2.2, Gal.12.114, τέφρα Dieuch.15.55, ἱστὸς ξύλου ἐλατίν[ου PCair.Zen.566.5 (III a.C.).
2 de madera de abeto ἐπιβλής Il.24.454, δοκοί Od.19.38, ἱστός Od.2.424, cf. LXX Ez.27.5, πλάται E.Hel.1461, cf. Anaxil.l.c., χε] ῖρας παρέσυρον ἐλα[τίνα] ς ref. a los remos, Tim.15.6
subst. τὸ ἐ. pieza de madera de abeto, PKöln 53.14, 18 (III d.C.).
II subst., bot.
1 τὸ ἐ. ungüento elatino, e.e., elaborado a partir de la espata ἐλατίνου σκευασία Dsc.1.44, cf. ἐλάτη I 3.
2 ἡ ἐ. una clase de linaria prob. Kickxia elatine (L.) Dumort. o Kickxia spuria (L.) Dumort., Dsc.4.40, Plin.HN 27.74, Gal.11.873.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐλάτινος, -η, -ον και ἐλάτινος, -ον Α και εἰλάτινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου
αρχ.
1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα»)
2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος της φοινικοβαλάνου.

Greek Monotonic

ἐλάτινος: [ᾰ], Επικ. εἰλάτινος, , -ον (ἐλάτη), αυτός που είναι από ξύλο έλατου, Λατ. abiegnus, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· φτιαγμένος από έλατο ή πευκόξυλο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάτῐνος: эп. εἰλάτινος 2 (ᾰ) еловый (ὄζοι Hom., Eur.; ἱστός Hom.; πλάται Eur.).