ἐξορθόω: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξορθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ανορθώνω]]· μεταφ., [[επανορθώνω]], [[εξασφαλίζω]], [[αποκαθιστώ]], [[αναστηλώνω]], παλινορθώ, [[επιδιορθώνω]], σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐξορθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ανορθώνω]]· μεταφ., [[επανορθώνω]], [[εξασφαλίζω]], [[αποκαθιστώ]], [[αναστηλώνω]], παλινορθώ, [[επιδιορθώνω]], σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξορθόω:''' <b class="num">1)</b> поднимать или (вновь) ставить на ноги (τὸ πεσόν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> исправлять, улучшать (διεφθαρμένον τι Plat.; med. γνώμαισιν ὑστέραισιν Eur.): τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Soph. позаботься о своей судьбе. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A set upright, τὸ πεσόν Pl.Lg.862c. 2 metaph., set right, correct, τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον S.Ant.83; διεφθαρμένας περιόδους Pl.Ti.90d; ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα E.Supp.1083, cf. 1086.
German (Pape)
[Seite 887] gerade aufrichten, emporrichten; τὸ πεσόν Plat. Legg. IX, 862 c; herstellen, verbessern, πότμον Soph. Ant. 83; τὰς διεφθαρμένας περιόδους Plat. Tim. 90 d. – Med. sich bessern, Eur. Suppl. 1083.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορθόω: ἀνορθώνω, τὸ ποσὸν Πλάτ. Νόμοι 862C. 2) μεταφ., φυλάττω τι ὀρθόν, δὲν ἀφίνω νὰ πέςῃ ἢ νὰ κινδυνεύσῃ, ἐξασφαλίζω, μή μου προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Σοφ. Ἀντ. 83· διορθῶ, Πλάτ. Τίμ. 90D· ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα Εὐρ. Ἱκ. 1083, πρβλ. 1087.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
relever, redresser, rétablir.
Étymologie: ἐξ, ὀρθόω.
Greek Monotonic
ἐξορθόω: μέλ. -ώσω, ανορθώνω· μεταφ., επανορθώνω, εξασφαλίζω, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, παλινορθώ, επιδιορθώνω, σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορθόω: 1) поднимать или (вновь) ставить на ноги (τὸ πεσόν Plat.);
2) исправлять, улучшать (διεφθαρμένον τι Plat.; med. γνώμαισιν ὑστέραισιν Eur.): τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Soph. позаботься о своей судьбе.