ἐπικατάρατος: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικατάρᾱτος:''' -ον, [[καταραμένος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἐπικατάρᾱτος:''' -ον, [[καταραμένος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικατάρᾱτος:''' (τᾱ) проклятый NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰρ], ον,
A accursed, LXX Ge.3.14, Ep.Gal.3.10,13, IG12(9).955 (Euboea); ταῖς ἀραῖς BMus.Inscr.918.6 (Halic.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
maudit.
Étymologie: ἐπικαταράομαι.
English (Strong)
from ἐπί and a derivative of καταράομαι; imprecated, i.e. execrable: accursed.
English (Thayer)
ἐπικατάρατον (ἐπικαταράομαι to imprecate curses upon), only in Biblical and ecclesiastical use, accursed, execrable, exposed to divine vengeance, lying under God's curse: R G; Sept. often for אָרוּר).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπικατάρατος, -ον) επικαταρώμαι
1. αυτός που βαρύνεται με κατάρα, ο καταραμένος
2. αυτός που αξίζει να τον καταριέται κανείς.
Greek Monotonic
ἐπικατάρᾱτος: -ον, καταραμένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐπικατάρᾱτος: (τᾱ) проклятый NT.