ἐποδύρομαι: Difference between revisions
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐποδύρομαι:''' [ῡ], αποθ., [[θρηνολογώ]] για [[κάτι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐποδύρομαι:''' [ῡ], αποθ., [[θρηνολογώ]] για [[κάτι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐποδύρομαι:''' (ῡ) жаловаться, сокрушаться Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A bewail, AP7.10.7.
German (Pape)
[Seite 1006] darüber wehklagen, beweinen, Poll. 6, 201; Ep. ad. 482 (VII, 10).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποδύρομαι: Ἀποθ., θρηνῶ ἐπί τινι, ἐπωδύραντο δὲ πέτραι Ἀνθ. Π. 7. 10.
French (Bailly abrégé)
se lamenter sur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύρομαι.
Greek Monolingual
ἐποδύρομαι (AM) οδύρομαι
θρηνώ για κάτι ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)·
Greek Monotonic
ἐποδύρομαι: [ῡ], αποθ., θρηνολογώ για κάτι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποδύρομαι: (ῡ) жаловаться, сокрушаться Anth.