εὐγηρία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(14)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐγηρία]]) [[εύγηρος]]<br />τα καλά [[γεράματα]], η καλή [[φυσική]] [[κατάσταση]] και ευχάριστη [[διαβίωση]] τών ηλικιωμένων.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐγηρία]]) [[εύγηρος]]<br />τα καλά [[γεράματα]], η καλή [[φυσική]] [[κατάσταση]] και ευχάριστη [[διαβίωση]] τών ηλικιωμένων.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐγηρία:''' ἡ счастливая, бодрая старость Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 21:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγηρία Medium diacritics: εὐγηρία Low diacritics: ευγηρία Capitals: ΕΥΓΗΡΙΑ
Transliteration A: eugēría Transliteration B: eugēria Transliteration C: evgiria Beta Code: eu)ghri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A green old age, Arist.Rh.1361b26, Stoic.3.24, Plu.2.111b, Cat.Cod.Astr.8(4).167; χλόης Ph.2.163.

German (Pape)

[Seite 1059] ἡ, das glückliche Alter, nach Arist. rhet. 1, 5 βραδυτὴς γήρως μετ' ἀλυπίας; so Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγηρία: ἡ, εὐτυχὲς γῆρας, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· πρβλ. εὐγήρως.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
belle vieillesse.
Étymologie: εὔγηρως.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐγηρία) εύγηρος
τα καλά γεράματα, η καλή φυσική κατάσταση και ευχάριστη διαβίωση τών ηλικιωμένων.

Russian (Dvoretsky)

εὐγηρία: ἡ счастливая, бодрая старость Arst., Plut.