εὐκατάφορος: Difference between revisions

From LSJ

Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.

Source
(15)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάφορος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[κλίση]], [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾱλλον πρὸς ἀκολασίαν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κατά]]-<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[φέρω]])].
|mltxt=[[εὐκατάφορος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[κλίση]], [[τάση]] [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾱλλον πρὸς ἀκολασίαν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κατά]]-<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[φέρω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκατάφορος:''' наклонный, склонный (πρός τι Arst., Plut., Diod.).
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάφορος Medium diacritics: εὐκατάφορος Low diacritics: ευκατάφορος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: eukatáphoros Transliteration B: eukataphoros Transliteration C: efkataforos Beta Code: eu)kata/foros

English (LSJ)

ον,

   A prone towards, πρός τι Arist.EN1109a15, Plu.2.503c.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht sich herunterbewegend, leicht in Etwas verfallend, bes. in einen Fehler, übh. wozu geneigt, πρὸς ἀκολασίαν Arist. Eth. 2, 8, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάφορος: -ον, ἔχων κλίσιν πρός τι, Λατ. Proclivis, πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 8, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très porté à, enclin à, πρός et l’acc..
Étymologie: εὖ, καταφέρω.

Greek Monolingual

εὐκατάφορος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾱλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά-φορος (< κατα-φέρω)].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατάφορος: наклонный, склонный (πρός τι Arst., Plut., Diod.).