εὐκέραος: Difference between revisions
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκέραος:''' -ον ([[κέρας]]), αυτός που έχει ωραία κέρατα, σε Μόσχ.· συνηρ. [[εὔκερως]], <i>-ων</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''εὐκέραος:''' -ον ([[κέρας]]), αυτός που έχει ωραία κέρατα, σε Μόσχ.· συνηρ. [[εὔκερως]], <i>-ων</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκέραος:''' Anth. = [[εὔκερως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with beautiful horns, Mosch.2.52; Διόνυσος AP9.827 (Ammon.).
German (Pape)
[Seite 1074] = εὔκερως; Διόνυσος Ammon. 2 (IX, 827); Μήνη Man. 1, 74; βόες Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκέραος: -ον, ἔχων ὡραῖα κέρατα, Μόσχ. 9. 52, Ἀνθ. Π. 9. 827· πρβλ. εὔειρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κέρας.
Greek Monotonic
εὐκέραος: -ον (κέρας), αυτός που έχει ωραία κέρατα, σε Μόσχ.· συνηρ. εὔκερως, -ων, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκέραος: Anth. = εὔκερως.