εὐκίνητος: Difference between revisions
(4) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκίνητος:''' -ον (κῑνέω), αυτός που κινείται εύκολα, <i>εἴς τι</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐκίνητος:''' -ον (κῑνέω), αυτός που κινείται εύκολα, <i>εἴς τι</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκίνητος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> подвижной ([[πῦρ]] Plat., Arst.; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές, sc. ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> изменчивый, легко склоняющийся (ἐπ᾽ [[ἀμφότερα]] Arst.): εὐ. πρὸς ὀργήν Arst., Plut. склонный к гневу, вспыльчивый;<br /><b class="num">3)</b> неустойчивый, шаткий ([[λόγος]] [[λίαν]] εὐ. Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easily moved, agile, Hp.Aph.3.17, Pl.Ti.58e; -ότατον εἶδος ib. 56a; -ότερον ψυχὴ σώματος Arist.MM1199b32; -ότατον τὸ σφαιροειδές Id.de An.405a12, al.; of persons, Id.HA491b13; mobile, of troops, Plb.1.40.7. 2 easily moved, changeable, Arist.Cat.8b35; τὸ εὐ. fickleness, Hdn 7.7.1. Adv. -τως D.S.20.95. 3 easily moued, inclinable, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργήν, Arist.Cat.13a27 (Comp.), Rh.1379a26; πρὸς ἀδικίαν Zaleuc. ap. Stob.4.2.19. 4 = εὐέλεγκτος, Arist.Metaph.991a16. 5 of language, flowing, graceful, Phld. Po.994.35.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκίνητος: -ον, (κῑνέω) εὐκόλως κινούμενος, Λατ. mobilis, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Τίμ. 58Ε· τὸ εὐκινητότατον αὐτόθι 56Α· εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδὲς Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8. 2) εὐκόλως μεταβαλλόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8, 2: - τὸ εὐκίνητον, ἡ ἀστάθεια, Ἡρῳδιαν. 7. 7. - Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 20. 95. 3) εὐκόλως κινούμενος, ἔχων κλίσιν, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργὴν Ἀριστ. Κατηγ. 10. 28, Ρητ. 2. 2, 11· εἰς λόγους Ἀνθ. Π. παράρτ. 304. 4) = εὐέλεγκτος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à mouvoir ; fig. qu’on peut facilement tourner vers, ou amener à : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, κινέω.
Greek Monotonic
εὐκίνητος: -ον (κῑνέω), αυτός που κινείται εύκολα, εἴς τι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκίνητος: (ῑ)
1) подвижной (πῦρ Plat., Arst.; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές, sc. ἐστιν Arst.);
2) изменчивый, легко склоняющийся (ἐπ᾽ ἀμφότερα Arst.): εὐ. πρὸς ὀργήν Arst., Plut. склонный к гневу, вспыльчивый;
3) неустойчивый, шаткий (λόγος λίαν εὐ. Arst.).