εὐθύφρων: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθύφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που σκέφτεται σωστά, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὐθύφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που σκέφτεται σωστά, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθύφρων:''' 2, gen. ονος благомыслящий, благожелательный Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠφρων Medium diacritics: εὐθύφρων Low diacritics: ευθύφρων Capitals: ΕΥΘΥΦΡΩΝ
Transliteration A: euthýphrōn Transliteration B: euthyphrōn Transliteration C: efthyfron Beta Code: eu)qu/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A whole-hearted, sincere, A.Eu.1040, f.l. ib.1034 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 1072] ον, geradsinnig, = εὔφρων, Aesch. Eum. 987. 992.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύφρων: -ον, (φρὴν) ὀρθῶς φρονῶν, Αἰσχ. Εὐμ. 1040, πρβλ. Εὐστ. Πονημ. 130. 70· - ἐν Εὐμ. 1034 ὁ Δινδόρφ. διορθοῖ: ὑπ’ εὔφρονι πομπᾷ, ἀντὶ εὐθύφρονι... τῶν κωδ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
au cœur droit, bienveillant.
Étymologie: εὐθύς, φρήν.

Greek Monolingual

εὐθύφρων, -ον (ΑΜ)
ο ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, γεν. φρεν-ός (πρβλ. εύ-φρων, παρά-φρων)].

Greek Monotonic

εὐθύφρων: -ον (φρήν), αυτός που σκέφτεται σωστά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύφρων: 2, gen. ονος благомыслящий, благожелательный Aesch.