ἡμερολογέω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερολογέω:''' ([[λέγω]]), [[αριθμώ]] κατά ημέρες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἡμερολογέω:''' ([[λέγω]]), [[αριθμώ]] κατά ημέρες, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερολογέω:''' считать по дням (τὸν χρόνον Her.).
}}
}}

Revision as of 21:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερολογέω Medium diacritics: ἡμερολογέω Low diacritics: ημερολογέω Capitals: ΗΜΕΡΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: hēmerologéō Transliteration B: hēmerologeō Transliteration C: imerologeo Beta Code: h(merologe/w

English (LSJ)

   A to count by days, τὸν χρόνον Hdt.1.47.

German (Pape)

[Seite 1166] nach Tagen zählen, τὸν χρόνον, Her. 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολογέω: ἀριθμῶ κατὰ ἡμέρας, τὸν χρόνον Ἡρόδ. 1. 47.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
compter jour par jour, acc..
Étymologie: ἡμέρα, -λογος de λέγω³.

Greek Monotonic

ἡμερολογέω: (λέγω), αριθμώ κατά ημέρες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερολογέω: считать по дням (τὸν χρόνον Her.).