ἡμιγενής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(16) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμιγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο γεννημένος [[κατά]] το ήμισυ, [[ατελής]]<br /><b>2.</b> (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει [[ακόμη]], [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>]. | |mltxt=[[ἡμιγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο γεννημένος [[κατά]] το ήμισυ, [[ατελής]]<br /><b>2.</b> (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει [[ακόμη]], [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμῐγενής:''' половинчатый, смешанный ([[ὀσμή]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A intermediate, equivocal, Pl.Ti.66d; of fruits, half-formed, Thphr.HP1.14.1.
German (Pape)
[Seite 1167] ές, halb geschaffen, unvollständig (der Art nach), Plat. Tim. 66 d; Theophr. 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιγενής: -ές, γεγεννημένος κατὰ τὸ ἥμισυ, ἀτελής, Πλάτ. Τιμ. 66D· ἐπί καρπῶν, κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, οὐ δύνανται τελειοῦν, ἀλλ’ ἡμιγενῆ φθείρεται Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 14, 1.
Greek Monolingual
ἡμιγενής, -ές (Α)
1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής
2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γενής (< γένος), πρβλ. α-γενής, ομο-γενής].
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐγενής: половинчатый, смешанный (ὀσμή Plat.).