ἡμίκλαστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(16)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίκλαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> (για [[φύλλο]] χαρτιού) «[[αναφορά]] εις ημίκλαστον» — [[αναφορά]] γραμμένη σε [[φύλλο]] χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη [[μέση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τεθλασμένος]], τσακισμένος [[κατά]] το ήμισυ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κλαστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίκλαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> (για [[φύλλο]] χαρτιού) «[[αναφορά]] εις ημίκλαστον» — [[αναφορά]] γραμμένη σε [[φύλλο]] χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη [[μέση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τεθλασμένος]], τσακισμένος [[κατά]] το ήμισυ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κλαστος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίκλαστος:''' <b class="num">1)</b> полуразбитый ([[λάφυρα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наполовину сломанный, надломленный (δόρατα Plut.).
}}
}}

Revision as of 21:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίκλαστος Medium diacritics: ἡμίκλαστος Low diacritics: ημίκλαστος Capitals: ΗΜΙΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíklastos Transliteration B: hēmiklastos Transliteration C: imiklastos Beta Code: h(mi/klastos

English (LSJ)

ον, (κλάω)

   A half-broken, Plu.2.306b, 317d.

German (Pape)

[Seite 1168] halb zerbrochen, Plut. fort. Rom. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίκλαστος: -ον, (κλάω) κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, Πλούτ. 2. 306Α, 317C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi brisé.
Étymologie: ἡμι-, κλάω².

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίκλαστος, -ον)
νεοελλ.
φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» — αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση
αρχ.
τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κλαστος (< κλω), πρβλ. ά-κλαστος].

Russian (Dvoretsky)

ἡμίκλαστος: 1) полуразбитый (λάφυρα Plut.);
2) наполовину сломанный, надломленный (δόρατα Plut.).