ἡσυχιότης: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡσῠχιότης:''' -ητος, ἡ, = [[ἡσυχία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἡσῠχιότης:''' -ητος, ἡ, = [[ἡσυχία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡσῠχιότης:''' ητος ἡ спокойствие Plat., Lys.
}}
}}

Revision as of 21:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχιότης Medium diacritics: ἡσυχιότης Low diacritics: ησυχιότης Capitals: ΗΣΥΧΙΟΤΗΣ
Transliteration A: hēsychiótēs Transliteration B: hēsychiotēs Transliteration C: isychiotis Beta Code: h(suxio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,= ἡσυχία, Id.Chrm.159b, 159d; ἡ. τινός his

   A quiet disposition, Lys.26.5.

German (Pape)

[Seite 1178] ητος, ἡ, Bedachtsamkeit; neben βραδυτής im Ggstz von ταχυτής Plat. Charm. 159 b ff. Bei Lys. 26, 5 dem σώφρων εἶναι entsprechend, im Ggstz von ἀσελγαίνειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσῠχιότης: -ητος, ἡ, = ἡσυχία, Πλάτ. Χαρμ. 159Β κἑξ.· ἡσ. τινός, αἱ εἰρηνικαὶ αὐτοῦ διαθέσεις, Λυσ. 175. 27.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
caractère doux, tranquille.
Étymologie: ἡσύχιος.

Greek Monolingual

ἡσυχιότης, ἡ (Α) ησύχιος
ηρεμία, γαλήνη, ειρηνική διάθεση.

Greek Monotonic

ἡσῠχιότης: -ητος, ἡ, = ἡσυχία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἡσῠχιότης: ητος ἡ спокойствие Plat., Lys.