θαλπτήριος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θαλπτήριος:''' -ον, αυτός που θερμαίνει, σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θαλπτήριος:''' -ον, αυτός που θερμαίνει, σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θαλπτήριος:''' согревающий, греющий (σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A warming, σάνδαλα . . ποδῶν θ. AP6.206.1 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1184] erwärmend, σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Antp. Sid. 21 (VI, 206).
Greek (Liddell-Scott)
θαλπτήριος: -ον, θερμαίνων, σάνδαλα... ποδῶν θ. Ἀνθ. Π. 6. 206.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui réchauffe.
Étymologie: θάλπω.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α θαλπτήριος, -ον)
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ-ω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. εξιλασ-τήριος, θρεπ-τήριος)].
Greek Monotonic
θαλπτήριος: -ον, αυτός που θερμαίνει, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θαλπτήριος: согревающий, греющий (σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Anth.).