θεόγονος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεόγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]), ο γεννημένος από θεό, [[θεϊκός]], [[ουράνιος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θεόγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]), ο γεννημένος από θεό, [[θεϊκός]], [[ουράνιος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεόγονος:''' рожденный богами, божественного происхождения (γάμοι Eur.).
}}
}}

Revision as of 21:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόγονος Medium diacritics: θεόγονος Low diacritics: θεόγονος Capitals: ΘΕΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: theógonos Transliteration B: theogonos Transliteration C: theogonos Beta Code: qeo/gonos

English (LSJ)

ον,

   A born of God, divine, E.Or.346.

German (Pape)

[Seite 1195] von Gott geboren, von den Göttern abstammend, Eur. Or. 846; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεόγονος: -ον, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, θεῖος, Εὐρ. Ὀρ. 346.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né d’un dieu, divin ; né de Dieu.
Étymologie: θεός, γίγνομαι.

Greek Monolingual

θεόγονος, -ον (Α)
γεννημένος από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από-γονος, επί-γονος].

Greek Monotonic

θεόγονος: -ον (γίγνομαι), ο γεννημένος από θεό, θεϊκός, ουράνιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θεόγονος: рожденный богами, божественного происхождения (γάμοι Eur.).