θεομαχία: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεομᾰχία:''' ἡ, [[μάχη]] των θεών [[μεταξύ]] τους, όπως αποκαλούνταν μερικές από τις ραψωδίες της Ιλ., σε Πλάτ. | |lsmtext='''θεομᾰχία:''' ἡ, [[μάχη]] των θεών [[μεταξύ]] τους, όπως αποκαλούνταν μερικές από τις ραψωδίες της Ιλ., σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεομᾰχία:''' ἡ борьба богов Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A battle of the gods, Pl.R.378d (pl.), cf. Il.20. tit. II fighting against God, Arr.Epict.3.24.24.
German (Pape)
[Seite 1196] ἡ, Götterkampf, Plat. Rep. II, 378 d; Streit gegen Gott, Luc. salt.
Greek (Liddell-Scott)
θεομᾰχία: ἡ, μάχη τῶν θεῶν πρὸς ἀλλήλους· οὕτως ἐκαλοῦντο ῥαψῳδίαι τινὲς τῆς Ἰλ., ἰδίως ἡ ιθ΄, Πλάτ. Πολ. 378D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat des dieux entre eux.
Étymologie: θεομάχος.
Greek Monolingual
η (AM θεομαχία) θεομάχος
1. η μάχη κατά του θεού
2. μάχη μεταξύ τών θεών
νεοελλ.
το να πολεμά κάποιος την πίστη σχετικά με την ύπαρξη του θεού ή να καταδιώκει τη θρησκεία.
Greek Monotonic
θεομᾰχία: ἡ, μάχη των θεών μεταξύ τους, όπως αποκαλούνταν μερικές από τις ραψωδίες της Ιλ., σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
θεομᾰχία: ἡ борьба богов Plat.