θησαυρισμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θησαυρισμός:''' ὁ, [[θησαύρισμα]], [[αποταμίευση]], σε Αριστ.
|lsmtext='''θησαυρισμός:''' ὁ, [[θησαύρισμα]], [[αποταμίευση]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''θησαυρισμός:''' ὁ накапливание, сберегание, откладывание, хранение (χρημάτων ἀναγκαίων Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θησαυρισμός Medium diacritics: θησαυρισμός Low diacritics: θησαυρισμός Capitals: ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: thēsaurismós Transliteration B: thēsaurismos Transliteration C: thisavrismos Beta Code: qhsaurismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A laying up in store, χρημάτων Arist.Pol.1256b28, cf. Phld.Oec.p.71 J.; preservation, keeping, ὀσμῶν Thphr.Od.14, cf. HP8.11.1; θ. φαντασιῶν, definition of memory, Zeno Stoic.1.19.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ, das Einsammeln u. Aufbewahren; χρημάτων Arist. pol. 1, 8; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

θησαυρισμός: ὁ, τὸ θησαυρίζειν, ἀποταμιεύειν, φυλάττειν τι, χρημάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 13· ὀσμῶν Θεόφρ. π. Ὀσμ. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mettre en réserve, d’amasser.
Étymologie: θησαυρίζω.

Greek Monolingual

ο (Α θησαυρισμός) θησαυρίζω
το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει κανείς κάτι, θησαύριση
αρχ.
διατήρηση, συγκράτηση («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

θησαυρισμός: ὁ, θησαύρισμα, αποταμίευση, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θησαυρισμός: ὁ накапливание, сберегание, откладывание, хранение (χρημάτων ἀναγκαίων Arst.).