ἰλυόεις: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰλυόεις:''' [ῑ], -εσσα, -εν ([[ἰλύς]]), λασπωμένος, [[ακάθαρτος]], [[βορβορώδης]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰλυόεις:''' [ῑ], -εσσα, -εν ([[ἰλύς]]), λασπωμένος, [[ακάθαρτος]], [[βορβορώδης]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰλυόεις:''' όεσσα, όεν (ῑλ) илистый, т. е. мутный, нечистый ([[ἀχλύς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], εσσα, εν, (ἰλύς)
A muddy, ποταμός A.R.2.823; ζάλος Nic. Th.568: metaph., ἀχλὺς ἰ., of the soul's material envelope, App.Anth.3.146 (Theon).
German (Pape)
[Seite 1251] εσσα, εν, schlammig, kothig, unrein; πεδίον Ap. Rh. 2, 823; ζάλον Nic. Th. 568; a. Sp.; ἀ χλ ύς Thco Al. 4 (App. 39).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
bourbeux, fangeux.
Étymologie: ἰλύς.
Greek Monolingual
ἰλυόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + κατάλ. -οεις (πρβλ. αλγιν-όεις, διακρυ-όεις)].
Greek Monotonic
ἰλυόεις: [ῑ], -εσσα, -εν (ἰλύς), λασπωμένος, ακάθαρτος, βορβορώδης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰλυόεις: όεσσα, όεν (ῑλ) илистый, т. е. мутный, нечистый (ἀχλύς Anth.).