ἰδάλιμος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰδάλιμος:''' -ον ([[ἶδος]]), αυτός που προκαλεί [[ιδρώτα]], [[εφίδρωση]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἰδάλιμος:''' -ον ([[ἶδος]]), αυτός που προκαλεί [[ιδρώτα]], [[εφίδρωση]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰδάλιμος:''' (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом ([[καῦμα]] Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον, (ἶδος)
A causing sweat, καῦμα Hes.Op.415.
German (Pape)
[Seite 1235] = εἰδάλιμος, VLL. Schweiß erregend, καῦμα Hes. O. 417.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδάλιμος: -ον, (ἶδος) προξενῶν ἱδρῶτα, καῦμα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui provoque la sueur.
Étymologie: ἶδος.
Greek Monolingual
ἰδάλιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί έκκριση ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδος (το) «ιδρώτας», κατά τα ειδά-λιμος, κυδά-λιμος].
Greek Monotonic
ἰδάλιμος: -ον (ἶδος), αυτός που προκαλεί ιδρώτα, εφίδρωση, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδάλιμος: (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом (καῦμα Hes.).