θυτήριον: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠτήριον:''' τό, = [[θῦμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θῠτήριον:''' τό, = [[θῦμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠτήριον:''' τό жертва (Ἀρτέμιδι Eur.).
}}
}}

Revision as of 22:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠτήριον Medium diacritics: θυτήριον Low diacritics: θυτήριον Capitals: ΘΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: thytḗrion Transliteration B: thytērion Transliteration C: thytirion Beta Code: quth/rion

English (LSJ)

τό,= θῦμα, E.IT243.    II = θυσιαστήριον, as name of the constellation Ara, Arat.403, Q.S.4.554.    III = θυμιατήριον, Phot.

German (Pape)

[Seite 1228] τό, das Opfer, Eur. I. T 243; der Opferaltar, Arat. 402, als Sternbild.

Greek (Liddell-Scott)

θῠτήριον: τό, = θῦμα, Εὐρ. Ι. Τ. 243. ΙΙ. = θυσιαστήριον, Λατ. ara, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ἄρατ. 402. ΙΙΙ. = θυμιατήριον, Φώτ., πρβλ. Εὐστ. Πονηματ. 239. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

Greek Monolingual

θυτήριον, τὸ (Α) θυτήρ
1. το προσφερόμενο ως θυσία, το θύμα
2. θυσιαστήριο, βωμός
3. θυμιατήριο.

Greek Monotonic

θῠτήριον: τό, = θῦμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θῠτήριον: τό жертва (Ἀρτέμιδι Eur.).