ἱππηδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππηδόν:''' ([[ἵππος]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[άλογο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθώς]] ο [[αναβάτης]] του αλόγου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἱππηδόν:''' ([[ἵππος]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[άλογο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθώς]] ο [[αναβάτης]] του αλόγου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππηδόν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> словно лошади (ἄγεσθαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> словно на коне, подобно наезднику, верхом (ἐπὶ τοῦ κανθάρου Arph.).
}}
}}

Revision as of 22:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππηδόν Medium diacritics: ἱππηδόν Low diacritics: ιππηδόν Capitals: ΙΠΠΗΔΟΝ
Transliteration A: hippēdón Transliteration B: hippēdon Transliteration C: ippidon Beta Code: i(pphdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a horse, A.Th.328 (lyr.), Supp.431 (lyr.).    II like a horseman, Ar.Pax81.

German (Pape)

[Seite 1258] nach Pferdeart, wie Rosse; ἄγεσθαι, fortgeschleppt werden, Aesch. Spt. 310; Suppl. 426; Ar. Pax 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππηδόν: Ἐπίρρ., ὡς ἵππος, Αἰσχύλ. Θήβ. 328, Ἱκέτ. 431. ΙΙ. ὡς ἀναβάτης ἵππου, ὡς ἱππεύς, αἴρεται (ὁ δεσπότης) ἱππηδὸν ἐς τὸν ἀέρ’ ἐπὶ τοῦ κανθάρου Ἀριστοφ. Εἰρ. 81.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un cheval.
Étymologie: ἵππος, -δον.

Greek Monolingual

ἱππηδόν (Α) ίππος
επίρρ.
1. σαν άλογο («ἱππηδὸν πλοκάμων», Αισχύλ.)
2. σαν ιππέας, σαν καβαλάρης, ιππαστί, καβάλα, καβαλικευτά.

Greek Monotonic

ἱππηδόν: (ἵππος), επίρρ.:
I. όπως το άλογο, σε Αισχύλ.
II. καθώς ο αναβάτης του αλόγου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππηδόν: adv.
1) словно лошади (ἄγεσθαι Aesch.);
2) словно на коне, подобно наезднику, верхом (ἐπὶ τοῦ κανθάρου Arph.).