ἱππηδόν: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππηδόν:''' ([[ἵππος]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[άλογο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθώς]] ο [[αναβάτης]] του αλόγου, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἱππηδόν:''' ([[ἵππος]]), επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[άλογο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθώς]] ο [[αναβάτης]] του αλόγου, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππηδόν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> словно лошади (ἄγεσθαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> словно на коне, подобно наезднику, верхом (ἐπὶ τοῦ κανθάρου Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A like a horse, A.Th.328 (lyr.), Supp.431 (lyr.). II like a horseman, Ar.Pax81.
German (Pape)
[Seite 1258] nach Pferdeart, wie Rosse; ἄγεσθαι, fortgeschleppt werden, Aesch. Spt. 310; Suppl. 426; Ar. Pax 81.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππηδόν: Ἐπίρρ., ὡς ἵππος, Αἰσχύλ. Θήβ. 328, Ἱκέτ. 431. ΙΙ. ὡς ἀναβάτης ἵππου, ὡς ἱππεύς, αἴρεται (ὁ δεσπότης) ἱππηδὸν ἐς τὸν ἀέρ’ ἐπὶ τοῦ κανθάρου Ἀριστοφ. Εἰρ. 81.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un cheval.
Étymologie: ἵππος, -δον.
Greek Monolingual
ἱππηδόν (Α) ίππος
επίρρ.
1. σαν άλογο («ἱππηδὸν πλοκάμων», Αισχύλ.)
2. σαν ιππέας, σαν καβαλάρης, ιππαστί, καβάλα, καβαλικευτά.
Greek Monotonic
ἱππηδόν: (ἵππος), επίρρ.:
I. όπως το άλογο, σε Αισχύλ.
II. καθώς ο αναβάτης του αλόγου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππηδόν: adv.
1) словно лошади (ἄγεσθαι Aesch.);
2) словно на коне, подобно наезднику, верхом (ἐπὶ τοῦ κανθάρου Arph.).