ἱππαστής: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππαστής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ἱππευτής]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]], λέγεται για άλογα, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἱππαστής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ἱππευτής]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]], λέγεται για άλογα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππαστής:''' οῦ adj. m годный для верховой езды, хорошо выезженный ([[ἵππος]] Xen.).<br />οῦ ὁ всадник Luc.
}}
}}

Revision as of 22:18, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαστής Medium diacritics: ἱππαστής Low diacritics: ιππαστής Capitals: ΙΠΠΑΣΤΗΣ
Transliteration A: hippastḗs Transliteration B: hippastēs Transliteration C: ippastis Beta Code: i(ppasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= ἱππευτής, Luc.Am.46.    II as Adj., fit for riding, of a horse, X.Eq.10.17.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, dasselbe; auch vom Pferde, zugeritten, Xen. de re equ. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαστής: -οῦ, ὁ, = ἱππευτής, Λουκ. Ἔρωτ. 46. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 cavalier;
2 ardent à la course, généreux en parl. d’un cheval.
Étymologie: ἱππάζομαι.

Greek Monolingual

ἱππαστής, ὁ (Α) ιππάζομαι
1. (για ίππο) κατάλληλος για ιππασία, άλογο για ιππασία
2. (για πρόσ.) ιππευτής, ιππέας, έφιππος.

Greek Monotonic

ἱππαστής: -οῦ, ὁ,
I. = ἱππευτής, σε Λουκ.
II. ως επίθ., κατάλληλος για ιππασία, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππαστής: οῦ adj. m годный для верховой езды, хорошо выезженный (ἵππος Xen.).
οῦ ὁ всадник Luc.