κάλη: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(18)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάλη]], ἡ (Μ)<br />[[ικανότητα]], [[ανδρεία]] («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θηλ. <i>καλή</i> του [[καλός]], με αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=[[κάλη]], ἡ (Μ)<br />[[ικανότητα]], [[ανδρεία]] («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θηλ. <i>καλή</i> του [[καλός]], με αναβιβασμό του τόνου].
}}
{{elru
|elrutext='''κάλη:''' (ᾱ) ἡ атт. = [[κήλη]].
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλη Medium diacritics: κάλη Low diacritics: κάλη Capitals: ΚΑΛΗ
Transliteration A: kálē Transliteration B: kalē Transliteration C: kali Beta Code: ka/lh

English (LSJ)

καλήτης,

   A v. κήλη, κηλήτης.

German (Pape)

[Seite 1308] ἡ, dor. u. att. = κήλη.

Greek (Liddell-Scott)

κάλη: κᾱλήτης, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ κηλ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. c. κήλη.

Greek Monolingual

κάλη, ἡ (Μ)
ικανότητα, ανδρεία («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. καλή του καλός, με αναβιβασμό του τόνου].

Russian (Dvoretsky)

κάλη: (ᾱ) ἡ атт. = κήλη.