κατακαλέω: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[καλώ]] [[κάτω]], [[συγκαλώ]], [[προσκαλώ]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ. | |lsmtext='''κατακᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[καλώ]] [[κάτω]], [[συγκαλώ]], [[προσκαλώ]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακᾰλέω:''' <b class="num">1)</b> звать, вызывать (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе ([[Ἀθήναζε]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> звать обратно (τοὺς φεύγοντας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> призывать (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A call down, Plu.Oth.18; but usu. summon, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Th.1.24; δοῦλοι -κεκλημένοι ἐπ' ἐλευθερίᾳ Str. 14.1.38:—Med., κ. Ἀθήναζε Plu.Sol.24; call upon for performance, BGU1185.25 (i B.C.). II call upon, invoke, τοὺς θεούς App.Pun. 81; κατακαλέσασθαι v.l. Isoc.10.61, cf. Plu.Them.13. 2 appeal to, τοὺς ἐπιδώσοντας SIG591.3 (Lampsacus, ii B.C.). III call back, recall, εἰς τὴν Μακεδονίαν Plb.25.3.1, cf. Oenom. ap. Eus.PE5.34.
German (Pape)
[Seite 1351] (s. καλέω), herunter-, herbeirufen; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc. 1, 24; δούλους ἐπ' ἐλευθερίᾳ κατακεκλημένους Strab. XIV, 646; – zurückrufen, τοὺς φεύγοντας Pol. 26, 5, 1 u. Sp.; – anrufen, τοὺς θεούς Plut. Them. 13, im med.; App. Pun. 81.
Greek (Liddell-Scott)
κατακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῷ κάτω, προσκαλῶ, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθεὶς Θουκ. 1. 24· κ. δούλους ἐπ’ ἐλευθερίᾳ Στράβ. 646.- Μέσ., κ. Ἀθήναζε Πλουτ. Σόλων 24. ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἀππ. Καρχηδ. 81· οὕτω, κατακαλέσασθαι, διαφ. γραφ., Ἰσοκρ. 218C, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 13. ΙΙΙ. καλῶ ὀπίσω, ἀνακαλῶ, τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς ἐξορίας Πολύβ. 26. 5, 1, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 232Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 appeler, convoquer, acc.;
2 rappeler (d’exil, etc.) acc.;
Moy. κατακαλέομαι-οῦμαι;
1 appeler, mander;
2 invoquer.
Étymologie: κατά, καλέω.
Greek Monotonic
κατακᾰλέω: μέλ. -έσω, καλώ κάτω, συγκαλώ, προσκαλώ, σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κατακᾰλέω: 1) звать, вызывать (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе (Ἀθήναζε Plut.);
2) звать обратно (τοὺς φεύγοντας Polyb.);
3) призывать (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).