κατασκορπίζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κατασκορπώ, -άω (AM [[κατασκορπίζω]])<br />[[σκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατασπαταλώ]], [[εξανεμίζω]].
|mltxt=και κατασκορπώ, -άω (AM [[κατασκορπίζω]])<br />[[σκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατασπαταλώ]], [[εξανεμίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκορπίζω:''' рассеивать, разбрасывать (ἡ [[θάλασσα]] κατεσκόρπισε τὰς δυνάμεις Diod.).
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκορπίζω Medium diacritics: κατασκορπίζω Low diacritics: κατασκορπίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΡΠΙΖΩ
Transliteration A: kataskorpízō Transliteration B: kataskorpizō Transliteration C: kataskorpizo Beta Code: kataskorpi/zw

English (LSJ)

   A scatter abroad, D.S.24.1.

German (Pape)

[Seite 1379] auseinanderwerfen, zerstören, Eumath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκορπίζω: παντελῶς σκορπίζω, Διοδ. Ἐκλογ. 507. 5, Εὐμάθ. σ. 102.

Greek Monolingual

και κατασκορπώ, -άω (AM κατασκορπίζω)
σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασκορπίζω
νεοελλ.
κατασπαταλώ, εξανεμίζω.

Russian (Dvoretsky)

κατασκορπίζω: рассеивать, разбрасывать (ἡ θάλασσα κατεσκόρπισε τὰς δυνάμεις Diod.).