καταξύω: Difference between revisions

From LSJ
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταξύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξύνω]] πολύ, [[φθείρω]] [[κάτι]] ξύνοντας<br /><b>2.</b> [[χαράζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για [[γραφίδα]]) [[γράφω]]<br /><b>4.</b> [[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]] [[κάτι]] με την [[τριβή]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>καταξύομαι</i><br />α) (για τη γη) [[υφίσταμαι]] [[διάβρωση]]<br />β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.
|mltxt=[[καταξύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξύνω]] πολύ, [[φθείρω]] [[κάτι]] ξύνοντας<br /><b>2.</b> [[χαράζω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για [[γραφίδα]]) [[γράφω]]<br /><b>4.</b> [[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]] [[κάτι]] με την [[τριβή]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>καταξύομαι</i><br />α) (για τη γη) [[υφίσταμαι]] [[διάβρωση]]<br />β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.
}}
{{elru
|elrutext='''καταξύω:''' сцарапывать, соскребать, соскабливать (σιδήρῳ τι Luc.).
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξύω Medium diacritics: καταξύω Low diacritics: καταξύω Capitals: ΚΑΤΑΞΥΩ
Transliteration A: kataxýō Transliteration B: kataxyō Transliteration C: kataksyo Beta Code: katacu/w

English (LSJ)

   A scrape down, Hp.VC19, Sor.2.12, Gal.10.132.    2 scratch, mark, Luc. Nigr.27; γραφίδεσσι κ. inscribe, Hymn.Is.11.    II polish, smooth, plane down, Thphr.HP3.15.2, D.S.2.13:—Pass., σανὶς -εξυσμένη εἰς εὐθεῖαν τομήν Agatharch.27; γλῶσσα -εξυσμένη ὑπὸ τέκτονος LXX Ep.Je.8.    III Pass., of land, to be eroded, PTeb.74.52 (ii B.C.), etc.    IV Pass., to be worried, πράγματι POxy.525.4 (ii A.D.); καταξύομαι μὴ ὁρῶν σε ib.1676.24 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1367] (s. ξύω), zerschaben, zerreißen, zerkratzen, Sp., wie Luc. Nigr. 27; auch = glätten.

Greek (Liddell-Scott)

καταξύω: μέλλ. -ύσω ῡ, ξύω πολύ, ξύων φθείρω, Ἱππ. Κεφ. Τρ. 911· ξύνων ἀφίνω ἴχνος, σημειώνω, γραφίδεσσι, κ., γράφειν, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1028. 11· προσέτι, καταμύσσω, κατασχάζω, καθαιματῶ, οἱ δὲ μαστιγοῦντες, οἱ δὲ χαριέστατοι καὶ σιδήρῳ τὰς ἐπιφανείας αὐτῶν καταξύοντες Λουκ. Νιγρ. 27. ΙΙ. στιλβώνω, ὡς τὸ καταξέω, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 2, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 448, 4, Διόδ. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

couper la surface.
Étymologie: κατά, ξύω.

Greek Monolingual

καταξύω (Α)
1. ξύνω πολύ, φθείρω κάτι ξύνοντας
2. χαράζω κάτι
3. (για γραφίδα) γράφω
4. στιλβώνω, γυαλίζω κάτι με την τριβή
5. παθ. καταξύομαι
α) (για τη γη) υφίσταμαι διάβρωση
β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.

Russian (Dvoretsky)

καταξύω: сцарапывать, соскребать, соскабливать (σιδήρῳ τι Luc.).