κενανδρία: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κενανδρία:''' ἡ, [[έλλειψη]] [[ανδρών]], [[πολιτεία]] με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κενανδρία:''' ἡ, [[έλλειψη]] [[ανδρών]], [[πολιτεία]] με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κενανδρία:''' ἡ отсутствие мужского населения или безлюдье Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A lack of men, A.Pers.730 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1416] ἡ, Mangel an Männern od. Menschen, Aesch. Pers. 716.
Greek (Liddell-Scott)
κενανδρία: ἡ ἔλλειψις ἀνδρῶν, κατάστασις ἐρημώσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 730.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dépopulation.
Étymologie: κένανδρος.
Greek Monolingual
κενανδρία, ἡ (Α) κένανδρος
η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾱν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κενανδρία: ἡ, έλλειψη ανδρών, πολιτεία με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κενανδρία: ἡ отсутствие мужского населения или безлюдье Aesch.