κίκιννος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κίκιννος:''' [κῐ], ὁ, [[βόστρυχος]], [[μπούκλα]], Λατ. [[cincinnus]], σε Αριστοφ., Θεόκρ. | |lsmtext='''κίκιννος:''' [κῐ], ὁ, [[βόστρυχος]], [[μπούκλα]], Λατ. [[cincinnus]], σε Αριστοφ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κίκιννος:''' (ῐκ) ὁ локон, вьющаяся прядь Arph., Theocr., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[κῐκ], ὁ,
A ringlet, Cratin.353, Ar.V.1069 (lyr.; cf. Poll.2. <*>8), Theoc.11.10, 14.4, AP5.196 (Mel.), Gal.18(1).790.
German (Pape)
[Seite 1437] ὁ, gekräuseltes Haar, Haarlocke; Ar. Vesp. 1064; Eupol. bei Poll. 2, 28; Theocr. 14, 4 u. öfter in der Anth., z. B. Mel. 66 (V, 197).
Greek (Liddell-Scott)
κίκιννος: κῐ, ὁ, οὖλαι τρίχες, βόστρυχος, Λατ. cincinnus, Κρατ. ἐν Ἀδήλ. 96, Ἀριστοφ. Σφ. 1069 (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 28), Θεόκρ. 11. 10., 14. 4, Ἀνθ. Π. 5. 197.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
boucle de cheveux frisés.
Étymologie: DELG mot expressif sans étym. ; pê emprunt à une langue préhell.
Greek Monolingual
κίκιννος, ὁ (Α)
σγουρό μαλλί, βόστρυχος («γῆρας εἶναι κρεῑττον ἢ πολλῶν κικίννους νεανιῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
Greek Monotonic
κίκιννος: [κῐ], ὁ, βόστρυχος, μπούκλα, Λατ. cincinnus, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κίκιννος: (ῐκ) ὁ локон, вьющаяся прядь Arph., Theocr., Anth.