κισσήρης: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κισσήρης:''' -ες ([[κισσός]], *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ. | |lsmtext='''κισσήρης:''' -ες ([[κισσός]], *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κισσήρης:''' покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω) = foreg.,
A ὄχθαι S.Ant.1132(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1442] ες, dasselbe; ὄχθαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.
Greek (Liddell-Scott)
κισσήρης: -ες, (κισσός, *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
couvert de lierre.
Étymologie: κισσός.
Greek Monolingual
κισσήρης, -ῆρες (Α)
κισσηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ-ήρης, ποδ-ήρης.
Greek Monotonic
κισσήρης: -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κισσήρης: покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).