Κηφισός: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κηφῑσός:''' Δωρ. Κᾱφ-, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">1.</b> ο [[Κηφισός]], [[ποτάμι]] της Φωκίδας, σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. [[λίμνη]] [[Κηφισίς]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> το πιο γνωστό [[ποτάμι]] της Αθήνας, σε Σοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''Κηφῑσός:''' Δωρ. Κᾱφ-, <i>ὁ</i>,<br /><b class="num">1.</b> ο [[Κηφισός]], [[ποτάμι]] της Φωκίδας, σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. [[λίμνη]] [[Κηφισίς]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> το πιο γνωστό [[ποτάμι]] της Αθήνας, σε Σοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κηφῑσός:''' или Κήφῑσος, дор. Κᾱφῑσός ὁ Кефис<br /><b class="num">1)</b> река в сев. Фокиде и Беотии, впадающая в Копаидское озеро Hom., Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> река в Аттике, берущая начало у Пентелика и впадающая в Саронский залив у Мунихии, к вост. от Пирея Soph., Eur. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. Κᾱφ-, ὁ, Cephisus, name of various rivers, 1 in Phocis, running into Lake Copais, Il.2.522, Pi.P.4.46:—fem. λίμνη Κηφισίς, Il.5.709, h.Ap.280:—Dor. Κᾱφ-, of the nymph Copais, Pi.P.12.27:—Adj. Κηφίσιος, α, ον, Dor. Κᾱφ-, Id.O.14.1. 2 at Athens, S.OC687(lyr.), etc. 3 in Argolis, etc., Str.9.3.16, etc.: —freq. written Κηφισσός in codd., but -ς- in derivs. in Att. Inscrr.
Greek (Liddell-Scott)
Κηφῑσός: Δωρ. Κᾱφ-, ὁ, ποταμὸς τῆς Φωκίδος ῥέων εἰς τὴν λίμνην Κωπαΐδα, Ἰλ. Β. 522, Πινδ. Π. 4. 81· ― θηλ., λίμνη Κηφισίς, Ἰλ. Ε. 709, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 280· ― ἐπίθετ. Κηφίσιος, α, ον, Πίνδ. 2) βραδύτερον, ὁ ἔτι περιφημότερος ποταμὸς τῶν Ἀθηνῶν, Σοφ. κτλ. 3) ποταμὸς τῆς Ἀργολίδος, κτλ., Στράβ. 424, κτλ. ― Ὁ τύπος Κηφισσὸς εἶναι συνήθης ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ ἡ διὰ τοῦ ἑνὸς σ γραφὴ βεβαιοῦται ἐκ τῶν Ἀττ. Ἐπιγραφῶν καὶ ἐκ τοῦ ὅτι οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ τύπος Κηφιττός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. Κήφισος.
Greek Monolingual
ο (Α Κηφισός και δωρ. τ. Καφισός)
(η γραφή με -σσ- απαντά συχνά σε κώδικες, αλλά από τις Αττικές Επιγρ. και από το ότι δεν απαντά τύπος Κηφιττός βεβαιώνεται ως ορθτ. ο τ. Κηφισός)
ονομασία ποταμών που διατηρείται ώς σήμερα.
Greek Monotonic
Κηφῑσός: Δωρ. Κᾱφ-, ὁ,
1. ο Κηφισός, ποτάμι της Φωκίδας, σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. λίμνη Κηφισίς, στο ίδ.
2. το πιο γνωστό ποτάμι της Αθήνας, σε Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Κηφῑσός: или Κήφῑσος, дор. Κᾱφῑσός ὁ Кефис
1) река в сев. Фокиде и Беотии, впадающая в Копаидское озеро Hom., Her. etc.;
2) река в Аттике, берущая начало у Пентелика и впадающая в Саронский залив у Мунихии, к вост. от Пирея Soph., Eur. etc.