κισσοκόμης: Difference between revisions
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κισσοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), [[στεφανωμένος]] με κισσό, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''κισσοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), [[στεφανωμένος]] με κισσό, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κισσοκόμης:''' с увитыми плющом волосами ([[Βάκχος]] HH, [[Σάτυρος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:03, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A ivy-crowned, Διόνυσος h.Hom.26.1, cf. IG12(7).80 (Arcesine).
German (Pape)
[Seite 1442] epheugelockt, mit Epheu das Haar umwunden, Bacchus, H. h. Bacch. 1; Σάτυρος, Macedon. 26 (VI, 56).
Greek (Liddell-Scott)
κισσοκόμης: -ου, ὁ, μὲ κισσὸν ἐστεμμένος, Διόνυσος Ὁμ. Ὕμν. 25. 1.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
à la chevelure de lierre, càd couronné de lierre.
Étymologie: κισσός, κόμη.
Greek Monolingual
κισσοκόμης, ὁ (Α)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δαφνο-κόμης, χρυσο-κόμης.
Greek Monotonic
κισσοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), στεφανωμένος με κισσό, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
κισσοκόμης: с увитыми плющом волосами (Βάκχος HH, Σάτυρος Anth.).