κίσθος: Difference between revisions
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
(20) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κίσθος]] και κισθός, ὁ (Α)<br />ο [[μικρός]] [[θάμνος]] [[κίστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως]. | |mltxt=[[κίσθος]] και κισθός, ὁ (Α)<br />ο [[μικρός]] [[θάμνος]] [[κίστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κίσθος:''' ὁ кист (кустарник с розовыми или белыми цветами) Theocr., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
(Dsc. (v. infr.), Hsch.) or κισθός, ὁ,
A rock-rose, Eup.14.5, Mnesim.4.63 (anap.), prob.l.for κισσός in Thphr.HP6.1.4, 6.2.1,2; κ. ἄρρην, = Cistus villosus, κ. θῆλυς, = C. salvifolius, Dsc.1.97: κίστος, Hp.Liqu.5, Gal.12.27:—Dsc.l.c.sq. distinguishes the species κίσθαρος or κίσσαρος from λῆδον, cf. Gal.12.28.
German (Pape)
[Seite 1442] ὁ, dasselbe; Mnesimach. bei Ath. IX, 403 d; Theophr.; auch κισθός geschrieben; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κίσθος: ἢ κισθός, ὁ, cistus, μικρὸς θάμνος φέρων ἄνθη, Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ κίστος, Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― ὁ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ κίσσαρος τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ciste, plante.
Étymologie: DELG prob. emprunt d’origine inconnue.
Greek Monolingual
κίσθος και κισθός, ὁ (Α)
ο μικρός θάμνος κίστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].
Russian (Dvoretsky)
κίσθος: ὁ кист (кустарник с розовыми или белыми цветами) Theocr., Plut.