κνηκίας: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνηκίας:''' ὁ, βλ. [[κνηκός]].
|lsmtext='''κνηκίας:''' ὁ, βλ. [[κνηκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κνηκίας:''' ου ὁ бурый, серый, т. е. волк Babr.
}}
}}

Revision as of 23:07, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκίας Medium diacritics: κνηκίας Low diacritics: κνηκίας Capitals: ΚΝΗΚΙΑΣ
Transliteration A: knēkías Transliteration B: knēkias Transliteration C: knikias Beta Code: knhki/as

English (LSJ)

ου, Dor. κνᾱκίας, ὁ, (κνηκός) name for the

   A wolf, Babr.122.12.

German (Pape)

[Seite 1460] ὁ, der Falbe, Gelbliche, von κνηκός, der Wolf, Babr. 122, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκίας: -ου, ὁ, Δωρ. κνᾱκίας, πρβλ. κνηκός, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
propr. « le fauve », càd le loup.
Étymologie: κνηκός.
Syn.λύκος, μονιός, μονόλυκος.

Greek Monolingual

κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α)
ονομασία του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. -ίας (πρβλ. βομβυκ-ίας, κροκ-ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του].

Greek Monotonic

κνηκίας: ὁ, βλ. κνηκός.

Russian (Dvoretsky)

κνηκίας: ου ὁ бурый, серый, т. е. волк Babr.