κοτυληδών: Difference between revisions
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κοτῠληδών:''' -όνος, ἡ, οποιαδήποτε [[κοιλότητα]] έχει το [[σχήμα]] κυπέλου.<br /><b class="num">I. 1.</b> στον πληθ., οι μυζητικές θηλές (<i>πλεκτάναι</i>) στο [[χταπόδι]], στον πολύποδα, σε Ομήρ. Οδ.· στην Επικ. δοτ. πληθ. <i>κοτυληδονόφιν</i>. 2. = [[κοτύλη]] 2, [[κοίλωμα]] μηρού, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κοτῠληδών:''' -όνος, ἡ, οποιαδήποτε [[κοιλότητα]] έχει το [[σχήμα]] κυπέλου.<br /><b class="num">I. 1.</b> στον πληθ., οι μυζητικές θηλές (<i>πλεκτάναι</i>) στο [[χταπόδι]], στον πολύποδα, σε Ομήρ. Οδ.· στην Επικ. δοτ. πληθ. <i>κοτυληδονόφιν</i>. 2. = [[κοτύλη]] 2, [[κοίλωμα]] μηρού, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοτῠληδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> Arph., Arst. = [[κοτύλη]] 3;<br /><b class="num">2)</b> Hom., Arst. = [[κοτύλη]] 5;<br /><b class="num">3)</b> pl. анат. сосочки при устье матки у жвачных Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A any cup-shaped hollow or cavity: 1 in pl., suckers on the arms (πλεκτάναι) of the poulp or octopus, Od.5.433, in Ep. dat. πρὸς κοτυληδονόφιν, cf. Arist.HA524a2, PA685b3, Thphr.HP9.13.6, Ath.11.479b; also on the feet of the κάραβος, Arist.HA527a25: sg., Luc.Musc.Enc. 3. 2 in pl., cotyledons, foetal and uterine vascular connexious (in animals), Hp.Aph.5.45, Arist.GA745b33, al.: wrongly expld. as κοιλότητες . . ἐν αἷς τὴν ἀνατροφὴν τοῦ ἐμβρύου γίνεσθαι Diocl.Fr.27, cf. Gal.2.905. 3 = κοτύλη 2, socket of the hip-joint, Ar.V.1495, Arist. HA493a24, Milet.6.22 (iii B. C.). 4 hollow of a cup, Nic.Al. 626. 5 plant, prob. navelwort, Cotyledon Umbilicus, Hp.Steril. 230, Nic.Th.681, Dsc.4.91, Gal.12.41; another species, C. sterilis, Dsc.4.92.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠληδών: -όνος, ἡ, πᾶσα κοιλότης ἔχουσα τὸ σχῆμα ποτηρίου· 1) ἐν τῷ πληθ., αἱ μυζητικαὶ θηλαὶ ἢ ὀφθαλμοὶ ἐπὶ τῶν πλεκτανῶν τοῦ πολύποδος, Ὀδ. Ε. 433, κατ’ Ἐπικ. δοτ., πρὸς κοτυληδονόφιν· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 9, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 13, Ἀθήν. 479Β· ― ὡσαύτως, ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ καράβου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 27. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ἀγγεῖά τινα κατὰ τὸ στόμιον τῆς μήτρας, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Γαλην. Λεξ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 4, κ. ἀλλ.· πρβλ. Föes Oecon. 3) κοτύλη 2, ἡ κοιλότης, ἐν ᾗ κινεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 1495, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2. 4) τὸ κοίλωμα ποτηρίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 547. 5) φυτόν τι, πιθαν. ὀμφαλοβοτάνη, Νικ. Θηρ. 681, Διοσκ. 4. 92.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
cavité, creux, particul. :
1 creux d’une tasse, d’une coupe;
2 cavité où s’emboîte l’os de la hanche;
3 sorte de plante, vulg. le nombril de Vénus;
4 pl. v. κοτυληδόνες.
Étymologie: κοτύλη.
English (Autenrieth)
όνος, dat. pl. κοτυληδονόφιν: pl., suckers at the ends of the tentaculae of a polypus, Od. 5.433†.
Greek Monotonic
κοτῠληδών: -όνος, ἡ, οποιαδήποτε κοιλότητα έχει το σχήμα κυπέλου.
I. 1. στον πληθ., οι μυζητικές θηλές (πλεκτάναι) στο χταπόδι, στον πολύποδα, σε Ομήρ. Οδ.· στην Επικ. δοτ. πληθ. κοτυληδονόφιν. 2. = κοτύλη 2, κοίλωμα μηρού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠληδών: όνος ἡ
1) Arph., Arst. = κοτύλη 3;
2) Hom., Arst. = κοτύλη 5;
3) pl. анат. сосочки при устье матки у жвачных Arst.