κρυπτεύω: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρυπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>κρύπ-τω</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[καλύπτω]], [[αποκρύπτω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κρύβομαι, [[παραμένω]] κρυμμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., παγιδεύομαι, σε Ευρ. | |lsmtext='''κρυπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>κρύπ-τω</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[καλύπτω]], [[αποκρύπτω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κρύβομαι, [[παραμένω]] κρυμμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., παγιδεύομαι, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρυπτεύω:''' <b class="num">1)</b> утаивать, скрывать: οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι δαρὸν χρόνου [[πόδα]] Eur. боги скрывают долгий ход времени, т. е. медленное развитие событий;<br /><b class="num">2)</b> укрываться, ложиться в засаду: [[κύκλῳ]] τοῦ στρατοπέδου κ. Xen. устроить засаду вокруг лагеря; οὔ τί που κρυπτεύομαι; Eur. не устраивают ли мне какой-л. засады? | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A hide oneself, lie concealed, E.Ba.888 (lyr.), X.Cyr.4.5.5:—Pass., = ἐνεδρεύομαι (cf. Hsch.), E.Hel.541.
German (Pape)
[Seite 1515] = κρύπτω, verbergen; οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα Eur. Bacch. 886; sich verstecken, Xen. Cyr. 4, 5, 5; – im pass., οὔ τί που κρυπτεύομαι ἐκ βουλευμάτων Eur. Hel. 548, man stellt mir nach.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτεύω: ἀποκρύπτω, κρύπτω, Εὐρ. Βάκχ. 888. ΙΙ. ἀμεταβ., κρύπτω ἐμαυτόν, διαμένω κεκρυμμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 5. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. = ἐνεδρεύομαι (ἴδε Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἑλ. 541.
French (Bailly abrégé)
se tenir caché, en embuscade.
Étymologie: κρύπτω.
Greek Monolingual
κρυπτεύω (Α) κρυπτός
1. (μτβ.) κρύβω
2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος
3. παθ. κρυπτεύομαι
ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα.
Greek Monotonic
κρυπτεύω: μέλ. -σω (κρύπ-τω),
I. καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ευρ.
II. αμτβ., κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, σε Ξεν.
III. Παθ., παγιδεύομαι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρυπτεύω: 1) утаивать, скрывать: οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι δαρὸν χρόνου πόδα Eur. боги скрывают долгий ход времени, т. е. медленное развитие событий;
2) укрываться, ложиться в засаду: κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου κ. Xen. устроить засаду вокруг лагеря; οὔ τί που κρυπτεύομαι; Eur. не устраивают ли мне какой-л. засады?