κυδιάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡδιάω:''' Επικ. γʹ πληθ. <i>κυδιόωσιν</i>, μτχ. <i>κυδιάων</i>· ([[κῦδος]]) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, [[περηφανεύομαι]], [[πανηγυρίζω]], θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κῡδιάω:''' Επικ. γʹ πληθ. <i>κυδιόωσιν</i>, μτχ. <i>κυδιάων</i>· ([[κῦδος]]) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, [[περηφανεύομαι]], [[πανηγυρίζω]], θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡδιάω:''' (только praes.) быть преисполненным гордости, гордиться (οἱ μὲν χωόμενοι, οἱ δὲ [[μέγα]] κυδιόωντες Hom.): [[κυδιόων]] τινί Hes. гордящийся чем-л.; [[κυδιόων]], ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν Hom. (Агамемнон) гордый тем, что блеском затмевал всех героев.
}}
}}

Revision as of 23:15, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδῐάω Medium diacritics: κυδιάω Low diacritics: κυδιάω Capitals: ΚΥΔΙΑΩ
Transliteration A: kydiáō Transliteration B: kydiaō Transliteration C: kydiao Beta Code: kudia/w

English (LSJ)

Ep. Verb, only pres. and impf.,

   A bear oneself proudly, exult, in Il. always in Ep. part. κυδιόων, 2.579, 21.519, cf. h.Cer.170; of a horse, Il.6.509: c. dat., exult in, κυδιόων λαοῖσι Hes.Sc.27; εὐφροσύνῃ . . κυδιόωσι h.Hom.30.13: Iterat. κυδιάασκον A.R.4.978, Q.S.13.418.

German (Pape)

[Seite 1524] sich rühmen, prahlen, stolz einhergehen; gew, im partic. praes. absol., Il. 21, 519; κυδιόων ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν 2, 578, stolz seiend, weil; auch vom Pferde, κυδιόων, ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει 6, 509. 15, 266; κυδιάουσαι H. h. 4, 170; – auch τινί, stolz sein auf Etwas, sich womit rühmen, Hes. Sc. 27; vom Ochsen, τὸν βρεγμῷ κυδιόωντα Sam. 2 (VI, 116); – κυδιάεις braucht erst Coluth. 179; αἳ μέγα κυδιάασκον Qu. Sm. 13, 418.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδιάω: (κῦδος) Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, ὑπερηφανεύομαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· ὑπερηφανεύομαι ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. κυδρόομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. itér.
être orgueilleux, se vanter : ὅτι IL de ce que ; en parl. d’un cheval faire le beau, être fier.
Étymologie: κῦδος.

Greek Monotonic

κῡδιάω: Επικ. γʹ πληθ. κυδιόωσιν, μτχ. κυδιάων· (κῦδος) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, περηφανεύομαι, πανηγυρίζω, θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κῡδιάω: (только praes.) быть преисполненным гордости, гордиться (οἱ μὲν χωόμενοι, οἱ δὲ μέγα κυδιόωντες Hom.): κυδιόων τινί Hes. гордящийся чем-л.; κυδιόων, ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν Hom. (Агамемнон) гордый тем, что блеском затмевал всех героев.